προαίσθηση

προαίσθηση
η
διαίσθηση, πρόγνωση, προαίσθημα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • προαίσθηση — Στην παρακανονική φαινομενολογία, ειδική περίπτωση εξωαισθητικής αντίληψης και συγκεκριμένα εκείνη όπου η διαίσθηση έχει ως αντικείμενο ένα γεγονός, που δεν έχει συμβεί ακόμα όταν γίνεται αντιληπτό. Το φαινόμενο, που είναι ένα από τα σπανιότερα… …   Dictionary of Greek

  • οίομαι — οἴομαι, επικ. τ. ὀΐομαι, συνηρ. τ. οἶμαι και ενεργ. τ. οἴω, επικ. τ. ὀΐω, λακων. τ. οἰῶ (Α) 1. προαισθάνομαι, προμαντεύω, προβλέπω («γόον δ ὠΐετο θυμός», Ομ. Οδ.) 2. προσδοκώ, περιμένω να συμβεί κάτι 3. υποπτεύομαι, υποψιάζομαι («ἦ τινά που δόλον …   Dictionary of Greek

  • αίσθηση — Φαινόμενο χάρη στο οποίο ο άνθρωπος και τα ζώα αντιλαμβάνονται αυτά που συμβαίνουν στο εσωτερικό του οργανισμού τους ή στο εξωτερικό περιβάλλον, διαμέσου γνωρισμάτων κατάλληλων για τη λήψη διαφόρων ερεθισμάτων και χάρη στις γενικές ιδιότητες της… …   Dictionary of Greek

  • ευοιωνισμός — εὐοιωνισμός, ὁ (Α) καλός οιωνός, προαίσθηση ή προμήνυμα ευτυχίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + οιωνισμός] …   Dictionary of Greek

  • νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν …   Dictionary of Greek

  • οττεία — ὀττεία, αττ. τ. ὀσσεία, ἡ (Α) [οττεύομαι] 1. μαντεία από δυσοίωνους ήχους («σύν οἰωνοῑς καὶ ὀττείαις», Διον. Αλ.) 2. προαίσθηση για κάποιο κακό και ο τρόμος που προέρχεται από αυτήν («ἵνα τὸ τῆς ὀττείας... παραμένον ἐξαιρεθῇ», Διον. Αλ.) …   Dictionary of Greek

  • προμάντευμα — τὸ, ΝΜΑ, και προμάντεμα, Ν [προμαντεύω] πρόρρηση, προφητεία νεοελλ. μσν. προαίσθηση …   Dictionary of Greek

  • προμήνυμα — το, Ν [προμηνύω] 1. προειδοποιητικό μήνυμα, προάγγελμα («προμήνυμα πολέμου») 2. μαντική προαίσθηση, οιωνός («κακά προμηνύματα») …   Dictionary of Greek

  • προπάθεια — ἡ, ΜΑ το αρχικό στάδιο μιας παρόρμησης τής ψυχής αρχ. 1. προαίσθηση για κάτι 2. προκαταρκτικό σύμπτωμα νόσου. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + πάθεια (< παθής < πάθος), πρβλ. συμ πάθεια] …   Dictionary of Greek

  • προϋποκατασκευή — ἡ, Α πρόγευση, προαίσθηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ὑποκατασκευή «κρυφή ετοιμασία, παρασκευή»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”